- αἰαστής
- αἰαστής, οῦ, δ, 'the mourner', of the plant ὑάκινθος, Nic.Fr.74.32. [full] αἰαφοί· αὐτοὶ ἀκούοντες, Hsch. [full] αἴαψ· ματαίως, Id. (i.e.μάψ). [full] αἴαψος· ὁ ποικίλος, Suid. [full] αἰβάνη· θύρα, Hsch. (A
αἰβάλη Suid.
).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.